- αυτόχθονες σχηματισμοί
- Στη γεωλογία χαρακτηρίζονται γενικά έτσι τα στρώματα εκείνα της Γης που έχουν παραμείνει στον τόπο που σχηματίστηκαν, σε αντίθεση με τους αλλόχθονες σχηματισμούς, δηλαδή μάζες στρωμάτων που μετακινήθηκαν σε μεγάλες, πολλές φορές, αποστάσεις (της τάξης δεκάδων χλμ.) οριζόντια κατά την εφαπτομένη και βρέθηκαν σε τόπους διαφορετικούς από εκείνους όπου σχηματίστηκαν. Α.σ. και αλλόχθονες μπορεί να συναντήσουμε σε πολλές περιοχές στις οποίες επέδρασαν οι αλπικές πτυχώσεις, όπως στις Άλπεις, τα Απένινα, την Πίνδο, τον Παρνασσό και σε άλλα ορεινά συγκροτήματα. Κατά τις πτυχώσεις αυτές, σειρές από ιζηματογενή πετρώματα αποσπάστηκαν από τον αρχικό τόπο σχηματισμού τους και επεκτάθηκαν περίπου κατά την οριζόντια έννοια ολισθαίνοντας πάνω σε άλλα πετρώματα α.σ. που έμειναν αμετακίνητα εκεί όπου σχηματίστηκαν. Οι αιτίες που προκαλούν τις μετακινήσεις αυτές είναι οι ωθήσεις κατά την εφαπτομένη, οι οποίες γεννιούνται από την αντίσταση που παρουσιάζει ο φλοιός της Γης στις πτυχωσιγενείς δυνάμεις ή, κατ’ άλλες νεότερες απόψεις, είναι η ολίσθηση κυρίως πλαστικών μαζών πάνω σε επιφάνειες με κλίση (κεκλιμένες επιφάνειες) λόγω της βαρύτητας. Όταν η διάβρωση αποσυνδέσει και διαλύσει το αλλόχθονο αυτό πέτρωμα, είναι δυνατό να παραμείνουν τεμάχια από αυτό, τα οποία ονομάζονται Klippen, και να εμφανιστεί το υποκείμενο α. πέτρωμα από ανοίγματα που λέγονται τεκτονικά παράθυρα. Στην κοιτασματολογία, α. ή αυθιγενές κοίτασμα είναι μία ενδιαφέρουσα συγκέντρωση ορυκτών που βρίσκονται ακόμα στην ίδια θέση όπου σχηματίστηκαν και είναι χρήσιμα για βιομηχανικούς σκοπούς, όπως είναι οι χρωμίτες της Κοζάνης, οι σιδηροπυρίτες της Χαλκιδικής κλπ. Αντίθετα, αλλόχθονο ή αλλοθιγενές κοίτασμα λέγεται μια συγκέντρωση ορυκτών με οικονομική σημασία, των οποίων τα συστατικά μεταφέρθηκαν από τα ρέοντα ύδατα και αποτέθηκαν σε άλλη περιοχή, πολλές φορές σε μεγάλες αποστάσεις, όπου σχημάτισαν το κοίτασμα, π.χ. τα μαγγάνια της Δράμας, οι ορυκτοί άνθρακες, ο προσχωματικός χρυσός του Γαλλικού ποταμού, ο χρυσός της Καλιφόρνιας, του Καναδά, του Τράνσβααλ, η πλατίνα και ο χρυσός των Ουραλίων κλπ. Ο όρος α. χρησιμοποιείται και στη βιολογία ως συνώνυμο του ενδημισμού και σημαίνει την παρουσία ειδών ή φυλών στις περιοχές όπου πρωτοεμφανίστηκαν.
Dictionary of Greek. 2013.